- αρματωμένος
- η , ο вооружённый (тж. перен. ); оснащённый (о корабле)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αστακός — I Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, αποικία των Μεγαρέων. Βρισκόταν κοντά στον Βόσπορο, σε παράλια τοποθεσία. Eίχε ονομαστεί έτσι από κάποιον Σπαρτιάτη Αστακό, κατά τον Μέμνονα, ή σύμφωνα με μια μυθολογική εκδοχή, από τον ομώνυμο γιο του Ποσειδώνα… … Dictionary of Greek
επήρης — ἐπήρης, ες (Α) 1. ο εφοδιασμένος με κάτι 2. (για πλοία) εξοπλισμένος, αρματωμένος 3. ο εφοδιασμένος με κουπιά 4. ο έτοιμος να αποπλεύσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ήρης (< ερέτης*)] … Dictionary of Greek
ευμορφαρματωμένος — εὐμορφαρματωμένος, η, ον και ὀμορφαρματωμένος, η ον (Μ) ο αρματωμένος όμορφα … Dictionary of Greek
κυματόπλαστος — η, ο αυτός που πλάστηκε από κύματα, ο δημιουργημένος από τα κύματα («και αρματωμένος τρέχω σε κυματόπλαστο άλογο», Παλαμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. πηλό πλαστος, πρωτό πλαστος] … Dictionary of Greek
λωρικιασμένος — λωρικιασμένος, η, ον (Μ) αρματωμένος με θώρακα, θωρακοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παρακμ. τού *λωρικιάζω ως επίθ.] … Dictionary of Greek
λωρικοζωσμένος — και λουρικοζωσμένος, η, ον (Μ) αρματωμένος με θώρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λώρικον «αλυσιδωτός θώρακας» + ζωσμένος, μτχ. παρακμ. τού ζώνομαι] … Dictionary of Greek
μορεσκάντος — ο (στα έργα τού κρητικού θεάτρου) ηθοποιός που εμφανίζεται ως αρματωμένος πολεμιστής χορεύοντας τη μορέσκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. morescanti (πληθ. μτχ. τού morescare)] … Dictionary of Greek
οπλήεις — ὁπλήεις, εσσα, εν (Α) οπλισμένος, αρματωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + κατάλ. ήεις (βλ. λ. όεις), πρβλ. τολμ ήεις] … Dictionary of Greek
βραχογραφία — Σε διάφορες προϊστορικές εποχές, αρχίζοντας από την ανώτερη παλαιολιθική, οι πρωτόγονοι άνθρωποι συνήθιζαν να χαράζουν ή να ζωγραφίζουν παραστάσεις στα βραχώδη τοιχώματα των σπηλαίων και των φυσικών καταφυγίων ή επάνω σε περίβλεπτους υπαίθριους… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
αρματώνομαι — αρματώνομαι, αρματώθηκα, αρματωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής